- θόρυβος
- θόρυβοςnoisemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θόρυβος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται εμπειρικά κάθε ανεπιθύμητος ήχος. Ο ορισμός αυτός, ωστόσο, δεν είναι ακριβής, γιατί δεν αφορά μόνο τα φυσικά χαρακτηριστικά του ήχου, αλλά και τα φυσιολογικά και ψυχολογικά αποτελέσματα που προκαλεί ο θ. Το… … Dictionary of Greek
θόρυβος — ο 1. ενοχλητικός ήχος, βοή: Πολύ θόρυβο κάνει το μηχανάκι. – Ακουγόταν από μακριά ο θόρυβος της μάχης. 2. απήχηση: Έκανε μεγάλο θόρυβο η νέα ταινία. 3. συζήτηση για κάποιο πρόσωπο ή πράγμα: Οι τελευταίες δηλώσεις του πρωθυπουργού προκάλεσαν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θορύβοις — θόρυβος noise masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβοισι — θόρυβος noise masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβου — θόρυβος noise masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβους — θόρυβος noise masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβων — θόρυβος noise masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβῳ — θόρυβος noise masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόρυβοι — θόρυβος noise masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόρυβον — θόρυβος noise masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)